Τι ειναι η γυναικεία κυτταρίτιδα
Κατά το γιατρό Θωμά Καγιάρκα: εάν η παχυσαρκία είναι διαταραχή της λειτουργίας του λιπώδους ιστού και κακός μεταβολισμού, η κυτταρίτιδα είναι διαταραχή του συνδετικού ιστού και κακός μεταβολισμός των συστατικών της θεμελιώδους ουσίας και ειδικά του νερού λόγω διαταραχής του μηχανισμού πολυμερισμού και αποπολυμερισμού των πολυσακχαριτών.
Η δημιουργία και η εξέλιξη της κυτταρίτιδας
Όταν έχει διαταραχθεί η σύσταση της θεμελίου ουσίας, τότε αρχίζει και γίνεται προβληματική η κίνηση του μεσοκυττάριου υγρού και κατά συνέπεια η πρόσληψη των θρεπτικών συστατικών από τα κύτταρα και η απόρριψη των άχρηστων μεταβολικών προϊόντων.
Αυτά τα άχρηστα προϊόντα (τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να αποβάλλονται), όσο συσσωρεύονται τόσο πιο πολύ δυσκολεύουν την κίνηση των μεσοκυττάριων υγρών. Έτσι δημιουργείται τοπική λεμφική και φλεβική στάση.
Αναλυτικότερα το αποτέλεσμα είναι να δεσμεύονται από τη θεμέλιο ουσία μεγάλα ποσά νερού και τοξινών αλλά και υπερβολική συσσώρευση στέατος στα στεατοκύτταρα (που ο κύριος σκοπός τους είναι να αποθηκεύουν λίπη και να τα αφήνουν ελεύθερα στο αίμα με τη μορφή ελεύθερων λιπαρών οξέων).
Έτσι η αύξηση του όγκου των στεατοκυττάρων έχει σαν αποτέλεσμα τη μείωση της αιματικής κυκλοφορίας στα τριχοειδή αγγεία με αποτέλεσμα να υπάρχει κακή οξυγόνωση, κακή θρέψη και πλημμελής απομάκρυνση των άχρηστων μεταβολικών προϊόντων και λιπαρών οξέων μέσω του αίματος οδηγώντας έτσι σταδιακά στο σχηματισμό σκληρών και οδυνηρών μαζών.
Αυτές οι μάζες είναι που χαρακτηρίζουν την κυτταρίτιδα, χωρίς όμως σε καμία φάση τους να παρουσιάζουν φλεγμονώδη φαινόμενα. Έτσι συνήθως το πρόβλημα δεν είναι μόνο στον λιπώδη ιστό αλλά και στο χόριο, αναλυτικότερα αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε ότι συμβαίνει βιοχημικά για τη γέννηση και την εναπόθεση της κυτταρίτιδας είναι πως η γλυκόζη διεισδύει στα λιποκύτταρα μέσω ειδικών υποδοχέων που βρίσκονται στην μεμβράνη του λιποκυττάρου και συνδέεται με τα ελαφριά λιπαρά οξέα.
Τα τριγλυκερίδια αποθηκεύονται ως λίπος στα λιποκύτταρα και σταδιακά διογκώνονται. Η γλυκόζη οπού δεν μπορεί να εισχωρήσει στα λιποκύτταρα ενώνεται με τις ίνες κολλαγόνου και ελαστίνης, κάνοντάς τες σκληρές και άκαμπτες, προκαλώντας ακαμψία σε όλο τον υποδόριο ιστό της περιοχής.
Τα διογκωμένα πλέον λιποκύτταρα και οι άκαμπτες ίνες κολλαγόνου δεν προκαλούν μόνο αλλαγές στην αρχιτεκτονική δομή του δέρματος αλλά και σοβαρές επιπτώσεις στην αγγειακή κυκλοφορία. Έτσι μειώνετε η οξυγόνωση και η μεταφορά θρεπτικών συστατικών από τα αρτηριακά αγγεία, καθώς και η παροχέτευση από άχρηστα υλικά από τα φλεβικά και λεμφικά αγγεία, δημιουργώντας και εξελίσσοντας την κυτταρίτιδα.