Διαβήτης τυπου 2
Οι παράγοντες κινδύνου για τον διαβήτη τύπου 2 περιλανβάνουν γενετικούς και περιβαλλοντικούς παραγοντες, οικογενειακό ιστορικό διαβήτη, προχωρηµένη ηλικία, παχυσαρκία, ειδικά η ενδοκοιλιακή, φυσική αδράνεια, πρότερο ιστορικό διαβήτη κυήσεως, προ-διαβητικό στάδιο, ενώ ρόλο παίζουν και η φυλή ή η εθνικότητα.
Η εναπόθεση λίπους και µια μακρά περίοδο παχυσαρκίας είναι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου για τον διαβήτη τύπου 2 και ακόµα και οι µικρές απώλειες βάρους σχετίζονται με μια αλλαγή στα επίπεδα γλυκόζης προς τα φυσιολογικά, στα άτομα εκείνα που βρίσκονται σε προ-διαβητικό στάδιο. Παρόλα αυτά, ο διαβήτης τύπου 2 ανευρίσκεται και σε άτομα που δεν είναι παχύσαρκα ενώ πολλά παχύσαρκα άτοµα δεν αναπτύσσουν ποτέ διαβήτη τύπου 2.
Η παχυσαρκία συνδυαζόµενη µε μια γενετική προδιάθεση ίσως να είναι αναγκαία για την εκδήλωση του διαβήτη τύπου 2. Μια ακόμη πιθανότητα είναι ότι μια παρόμοια γενετική προδιάθεση καταλήγει ανεξάρτητα σε παχυσαρκία και σε ινσουλινοαντίσταση, γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2 (Αμερικανική Ένωση Διαβήτη, 2001 ). Επίσης ο καθιστικός τρόπος ζωής έχει επίσης συνδεθεί µε μια αυξημένη πιθανότητα ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2.
Στις πιο πολλές περιπτώσεις ο διαβήτης τύπου 2 προκύπτει από ένα συνδυασμό αντίστασης στην ινσουλίνη και ανεπάρκειας β-κυττάρων, αλλά ο βαθμός στον οποίο κάθε ένας από τους δύο αυτούς παράγοντες συνεισφέρει στην ανάπτυξη της νόσου παραμένει άγνωστος. Τα ενδογενή επίπεδα ινσουλίνης μπορεί να είναι φυσιολογικά, μειωµένα ή αυξημένα’ όµως είναι ανεπαρκή να αντιµετωπίσουν την συνακόλουθη αντίσταση στην ινσουλίνη (µειωμένη κυτταρική ευαισθησία ή ανταπόκριση στην ινσουλίνη)’ σαν αποτέλεσμα ακολουθεί η υπεργλυκαιμία. Η αντίσταση στην ινσουλίνη εκδηλώνεται πρώτα στα κύτταρα στόχους, κυρίως µύες, ήπαρ και λιπώδη ιστό. Αρχικά παρατηρείται μια αντισταθµιστική αύξηση στην έκκριση ινσουλίνης που διατηρεί φυσιολογικά τα επίπεδα της γλυκόζης. Καθώς όμως η ασθένεια προχωρά, η παραγωγή ινσουλίνης μειώνεται σταδιακά. Η υπεργλυκαιµία εκδηλώνεται πρώτα σαν αύξηση της μεταγευματικής γλυκόζης αίματος, προκαλούμενη από την αντίσταση στην ινσουλίνη στο κυτταρικό επίπεδο και ακολουθείται από µια αύξηση στις συγκεντρώσεις της γλυκόζης νηστείας. Καθώς η έκκριση ινσουλίνης μειώνεται, η ηπατική παραγωγή γλυκόζης αυξάνει, προκαλώντας την αύξηση στην προγευµατική γλυκόζη αίματος. Ενισχυτικό του προβλήµατος είναι το καταστροφικό αποτέλεσμα της υπεργλυκαιμίας- γλυκοτοξικότητα- τόσο στην ευαισθησία απέναντι στην ινσουλίνη όσο και στην έκκριση ινσουλίνης. Εποµένως η σηµασία της επίτευξης όσο το δυνατόν πιο φυσιολογικών επιπέδων γλυκόζης στα άτοµα με διαβήτη τύπου 2, είναι μεγάλη.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη εκδηλώνεται επίσης στο επίπεδο του λιπώδους ιστού, οδηγώντας έτσι σε λιπόλυση και σε αύξηση των κυκλοφορούντων ελευθέρων λιπαρών οξέων. Συγκεκριμένα η υπερβολική ενδοκοιλιακή παχυσαρκία, χαρακτηριζόμενη από υπέρµετρη συγκέντρωση σπλάχνικού λίπους γύρω και µέσα από τα κοιλιακό όργανα. οδηγεί σε αυξηµένη ροή ελεύθερων λιπαρών οξέων στο ήπαρ με συνέπεια αύξηση στην αντίσταση στην ινσουλίνη. Τα αυξημένα λιπαρά οξέα προκαλούν επίσης µια περαιτέρω πτώση στην ευαισθησία για την ινσουλίνη στο κυτταρικό επίπεδο, επιδρούν αρνητικά στην έκκριση της παγκρέατικής ινσουλίνης και αυξάνουν την ηπατική παραγωγή γλυκόζης (λιποτοξικότητα) (BergmanandAdler,2000). Οι παραπάνω ανωμαλίες συνεισφέρουν στην ανάπτυξη και εξέλιξη του διαβήτη τύπου 2 και συνιστούν επίσης τους βασικούς στόχους της φαρμακευτικής θεραπείας.